δύσκαμπτος


δύσκαμπτος
Προφορά

Ετυμολογία
δύσκαμπτος δυσ- + κάμπτω

Ερμηνεία
επίθετο┘ δύσκαμπτος -η, -ο

✦ που δύσκολα λυγίζει
(μτφ. ) όχι εύστροφος

Συνώνυμα

Αντίθετα
εύκαμπτος, ευλύγιστος
Επιρρήματα
δύσκαμπτα (Κ δυσκάμπτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.