δύο


δύο
Προφορά

Ετυμολογία
δύο αρχαία ελληνική δύο

Ερμηνεία
δύο

✦ κ. δυο άκλ. απόλ. αριθμητ. αριθμός, ποσότητα που σχηματίζεται, όταν σε μια μονάδα προστεθεί άλλη μία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.