δόση


δόση
Προφορά

Ετυμολογία
δόση αρχαία ελληνική δόσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η δόση

✦ η πράξη του δίνω, παροχή
✦ ποσότητα πράγματος, ιδ. φαρμάκου ή χρημάτων που δίνεται τμηματικά
✦ μικρό ποσό

Συνώνυμα

Αντίθετα
λήψη
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.