δόξα
Προφορά
Ετυμολογία
δόξα αρχαία ελληνική δόξα (= γνώμη)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η δόξα
✦ γνώμη, δοξασία
✦ καλή φήμη
✦ αίγλη: τώρα αθάνατη έχει δόξα (Διον. Σολωμός)
✦ το ουράνιο τόξο
✦ ο φωτοστέφανος στις άγιες εικόνες
✦ φρ. δόξα τω Θεώ – δόξα να ‘χει ο Θεός, για εκδήλωση του σεβασμού και της ευχαρίστησης για την εύνοια του Θεού που πιστεύει κάποιος ότι έχει: καλά είμαστε, δόξα τω Θεώ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–