δωροδοκώ


δωροδοκώ
Προφορά

Ετυμολογία
δωροδοκώ αρχαία ελληνική δωροδοκῶ (= δέχομαι δώρα• η νεότ. σημ. «δίνω δώρα» από παρετυμολογία του δοκῶ προς το ἔδωκα)

Ερμηνεία
ρήμα δωροδοκώ -είς, -εί

✦ προσφέρω σε κάποιον δώρο, για να παραβεί το καθήκον του
✦ διαφθείρω με χρήματα

Συνώνυμα
εξαγοράζω, λαδώνω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.