δωροδοκία
Προφορά
Ετυμολογία
δωροδοκία αρχαία ελληνική δωροδοκία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η δωροδοκία
✦ η προσφορά δώρου, ιδ. χρημάτων για την επίτευξη αθέμιτου σκοπού (παράβαση καθήκοντος κτλ.)
Συνώνυμα
δεκασμός, εξαγορά, λάδωμα
Αντίθετα
δωροληψία
Επιρρήματα
–