δωρητής


δωρητής
Προφορά

Ετυμολογία
δωρητής μεταγενέστερη ελληνική δωρητής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δωρητής

✦ θηλ. δωρήτρια πρόσωπο που προσφέρει δώρο ή δωρεά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.