δυστυχισμένος


δυστυχισμένος
Προφορά

Ετυμολογία
δυστυχισμένος δυστυχώ

Ερμηνεία
δυστυχισμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) δυστυχής: δυστυχισμένα πλάσματα της πλέον δυστυχισμένης φύσεως (Α. Κάλβος)

Συνώνυμα

Αντίθετα
ευτυχισμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.