δυσλεξία
Προφορά
Ετυμολογία
δυσλεξία δυσ- + λέξις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η δυσλεξία
✦ (ιατρ.) διαταραχή στην ανάγνωση κατά την οποία ένα παιδί εμφανίζει αφύσικες δυσκολίες στην εκμάθησή της και αδυνατεί να διαβάσει για πολύ και συνεχώς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–