δυσλεξία


δυσλεξία
Προφορά

Ετυμολογία
δυσλεξία δυσ- + λέξις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η δυσλεξία

(ιατρ.) διαταραχή στην ανάγνωση κατά την οποία ένα παιδί εμφανίζει αφύσικες δυσκολίες στην εκμάθησή της και αδυνατεί να διαβάσει για πολύ και συνεχώς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.