δυνατότητα
Προφορά
Ετυμολογία
δυνατότητα δυνατός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η δυνατότητα
✦ ικανότητα για επίτευξη έργου, εκπλήρωση αποστολής: έχω εξαντλήσει τις δυνατότητές μου
✦ πιθανότητα, ενδεχόμενο: δεν υπάρχει δυνατότητα για βελτιώσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–