δυναμικός
Προφορά
Ετυμολογία
δυναμικός μεταγενέστερη ελληνική δυναμικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ δυναμικός -ή, -ό
✦ ο της δυνάμεως, που γίνεται με δύναμη
✦ που χρησιμοποιεί τη δύναμη στις ενέργειές του
✦ το θηλ. δυναμική ως ουσ., βλ. λ.
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αδύναμος
Επιρρήματα
δυναμικά (Κ δυναμικώς)