δρόμος


δρόμος
Προφορά

Ετυμολογία
δρόμος αρχαία ελληνική δρόμος (= τρέξιμο)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δρόμος

✦ πορεία, τρέξιμο
✦ οδός
✦ το διανυόμενο διάστημα τόπου ή χρόνου: έχουμε πολύ δρόμο για να φτάσουμε – να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος (Κ. Καβάφης)
✦ δίοδος, διέξοδος: για τον αληθινό καλλιτέχνη υπάρχει πάντα κάποιος άλλος δρόμος (Γ. Σεφέρης)
✦ φρ. παίρνω δρόμο, φεύγω τρέχοντας – παίρνω τους δρόμους, περιπλανιέμαι στους δρόμους (εξαιτίας μεγάλης στενοχώριας, ή αναζητώντας κάποιον) – του ‘δωσα δρόμο, τον έδιωξα – ανοίγω δρόμο, κυριολ. κατασκευάζω οδό, δρόμο· (κ. μτφ.) επιχειρώ κάτι πρώτος, νεοτερίζω – κόβω δρόμο, συντομεύω την απόσταση – γυναίκα του δρόμου, ελευθερίων ηθών – πήρε τον κακό δρόμο, προβαίνει σε ανήθικες ενέργειες – δρόμο, ως προστακτ. φύγε
✦ αγώνισμα που συνίσταται στην ταχύτερη διάνυση αποστάσεως, τρέξιμο
✦ δρόμος μετ’ εμποδίων, αγώνισμα που συνίσταται στην ταχύτερη διάνυση αποστάσεως με υπερπήδηση εμποδίων· (κ. μτφ.) για ενέργεια, επιδίωξη που συναντά προσκόμματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.