δροσερός
Προφορά
Ετυμολογία
δροσερός αρχαία ελληνική δροσερός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ δροσερός -ή, -ό
✦ ο γεμάτος δροσιά, που δροσίζει: από τα ολύμπια δώματα δροσερόν καταβαίνει χαράς, ελέου φύσημα (Α. Κάλβος)
✦ (μτφ. ) φρέσκος: δροσερό δέρμα – μάγουλο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–