δρομολόγιο


δρομολόγιο
Προφορά

Ετυμολογία
δρομολόγιο δρόμος + κατάλ. -λόγιον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το δρομολόγιο

✦ η πορεία συγκοινωνιακού μέσου από έναν τόπο σε άλλον
✦ κατάλογος που καθορίζει τις λεπτομέρειες της πορείας συγκοινωνιακού μέσου (ώρα αναχώρησης, διαδρομή, ώρα αφίξεως κτλ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.