δρομέας
Προφορά
Ετυμολογία
δρομέας αρχαία ελληνική δρομεύς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο δρομέας
✦ αθλητής που επιδίδεται στα αγωνίσματα των δρόμων
✦ (μτφρ. του αγγλικά cursor) (ηλεκτρον.) φωτεινός χαρακτήρας στην οθόνη ηλεκτρονικού υπολογιστή που δείχνει τη θέση όπου θα εμφανιστεί ο επόμενος χαρακτήρας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–