δρομάκι


δρομάκι
Προφορά

Ετυμολογία
δρομάκι υποκοριστικό του ουσιαστικού δρόμος

Ερμηνεία
δρομάκι

✦ μικρός δρόμος, στενό: στον παλιό της Βενετιάς δρομάκο, σ’ ένα μαγαζί (Μ. Μαλακάσης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.