δραπετεύω
Προφορά
Ετυμολογία
δραπετεύω αρχαία ελληνική δραπετεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ δραπετεύω
✦ φεύγω κρυφά από χώρο όπου φρουρούμαι ή από τόπο όπου διώκομαι: δραπέτευσε από τη φυλακή – για τρελούς που δραπέτευαν από τα φρενοκομεία (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–