δράση
Προφορά
Ετυμολογία
δράση αρχαία ελληνική δρᾶσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η δράση
✦ ενέργεια, κίνηση
✦ επενέργεια
✦ το σύνολο των ενεργειών ενός προσώπου σε ορισμένο πεδίο
✦ (μτφ. ) διαδοχή, πλοκή επεισοδίων σε λογοτεχνικό έργο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αδράνεια
Επιρρήματα
–