δουλεύω


δουλεύω
Προφορά

Ετυμολογία
δουλεύω αρχαία ελληνική δουλεύω

Ερμηνεία
ρήμα δουλεύω

✦ είμαι δούλος ή υπηρέτης
✦ είμαι υποδουλωμένος, υποταγμένος
✦ εργάζομαι: δουλεύει σε εφημερίδα – στο εργοστάσιο
✦ μοχθώ, κοπιάζω: δουλεύει σαν σκυλί – δουλεύει για πέντε εργάτες (δηλ. όσο πέντε εργάτες)
✦ αποδίδω όφελος, κέρδος: τα μαγαζιά δεν δούλεψαν τις γιορτές
✦ κατεργάζομαι, επεξεργάζομαι: ομορφιά σαν από την τέχνη δουλεμένη (Κ. Παλαμάς)
✦ (για μηχανές) λειτουργώ: δουλεύει το ρολόι
✦ (κ. για πρόσ. ιδ. για το μυαλό): σε λίγο το μυαλό του μικρού άρχισε να ξυπνά και να δουλεύει μοναχό του (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (για φαγητά κ. γλυκά) αναταράσσω, ανακατώνω: δούλευέ το καλά το σιρόπι (Αχ. Τζάρτζανος)
(μτφ. ) ενεργώ ύπουλα και κρυφά: ο εφιάλτης δουλεύει στο βάθος και ξεσπά στο τέλος (Γ. Σεφέρης)
(μτφ. ) διαρκώ: ο πόλεμος δούλεψε δυο μερόνυχτα (Π. Πρεβελάκης)
(μτφ. ) κοροϊδεύω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.