δουλειά
Προφορά
Ετυμολογία
δουλειά μεσαιωνική ελληνική δουλειά
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η δουλειά
✦ εργασία, ασχολία: μίσθια δουλειά, σωροί χαρτιών (Κ. Καρυωτάκης) – και στις βαριές δουλειές τρίζαν τα χέρια (Αθ. Κυριαζής)
✦ επάγγελμα
✦ επιχείρηση, συναλλαγή
✦ δύσκολη υπόθεση, μπελάς
✦ επιδιωκόμενος σκοπός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–