δοκιμασία
Προφορά
Ετυμολογία
δοκιμασία αρχαία ελληνική δοκιμασία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η δοκιμασία
✦ εξέταση, έλεγχος της ποιότητας πραγμάτων ή της ικανότητας προσώπων: γραπτές δοκιμασίες (εξετάσεις για κατάταξη, προαγωγή κτλ. μαθητών) – δοκιμασία αντοχής μετάλλου |(ιατρ.) εξέταση στο εργαστήριο για να διαγνωσθεί νόσος ή να προσδιοριστεί η κατάσταση οργάνου ή του οργανισμού: ηπατικές δοκιμασίες
✦ ταλαιπωρία, κακοπάθεια: οι δοκιμασίες του πολέμου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–