δοκιμάζω


δοκιμάζω
Προφορά

Ετυμολογία
δοκιμάζω αρχαία ελληνική δοκιμάζω

Ερμηνεία
ρήμα δοκιμάζω

✦ εξετάζω την ποιότητα ή ιδιότητα ενός πράγματος: δοκιμάζω τη μηχανή, αν δουλεύει καλά – δοκιμάζω το κρασί – το τυρί κτλ.
✦ προσπαθώ να εξακριβώσω τις σκέψεις ή προθέσεις κάποιου: μιλούσε αγγλικά για να δοκιμάσει την τιμιότητα των συμπατριωτών του (Γ. Θεοτοκάς)
✦ αποκτώ πείρα κάποιου πράγματος: δοκίμασε την τύχη του στα χαρτιά
✦ (για ενδύματα και παπούτσια) φορώ για να βεβαιωθώ ότι είναι τα κατάλληλα από μέγεθος, χρώμα κτλ.
✦ επιχειρώ, αποπειρώμαι
✦ υφίσταμαι κάτι, υποφέρω, πάσχω
✦ (μέσ.) δοκιμάζομαι, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.