δικαστήριο
Προφορά
Ετυμολογία
δικαστήριο αρχαία ελληνική δικαστήριον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το δικαστήριο
✦ ο τόπος όπου διεξάγονται δίκες και το οίκημα όπου εδρεύει δικαστική αρχή
✦ το σύνολο των δικαστών που συνέρχονται για να δικάσουν
✦ η διεξαγωγή δίκης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–