δικαιολογώ
Προφορά
Ετυμολογία
δικαιολογώ αρχαία ελληνική δικαιολογέομαι -οῦμαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ δικαιολογώ -είς, -εί
✦ υπερασπίζω το δίκιο κάποιου
✦ δέχομαι ότι κάτι είναι δίκαιο, σωστό
✦ (μέσ.) δικαιολογούμαι, προβάλλω δικαιολογία, υπερασπίζω με λόγια τον εαυτό μου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–