δικαιολογία
Προφορά
Ετυμολογία
δικαιολογία αρχαία ελληνική δικαιολογία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η δικαιολογία
✦ λόγος για υπεράσπιση του δικαίου
✦ αιτία που μπορεί να δικαιολογήσει κάποιον ή κάτι
✦ πρόφαση, λόγος που αποβλέπει στη συγκάλυψη της αληθινής αιτίας: όλα αυτά που μας αράδιασε είναι δικαιολογίες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–