διεστραμμένος


διεστραμμένος
Προφορά

Ετυμολογία
διεστραμμένος μτχ. παθητ. πρκμ. του ρήματος διαστρέφω

Ερμηνεία
διεστραμμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) ανήθικος
✦ κακότροπος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
διεστραμμένως

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.