διερμηνέας Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply διερμηνέαςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/διερμηνέας.mp3Ετυμολογίαδιερμηνέας διερμηνεύω Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η διερμηνέας ✦ γλωσσομαθής, που μεσολαβεί για τη συνεννόηση μεταξύ αλλογλώσσων προσώπων ΣυνώνυμαδραγουμάνοςΑντίθετα–Επιρρήματα–