διερμηνέας


διερμηνέας
Προφορά

Ετυμολογία
διερμηνέας διερμηνεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η διερμηνέας

✦ γλωσσομαθής, που μεσολαβεί για τη συνεννόηση μεταξύ αλλογλώσσων προσώπων

Συνώνυμα
δραγουμάνος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.