διεξάγω


διεξάγω
Προφορά

Ετυμολογία
διεξάγω μεταγενέστερη ελληνική διεξάγω

Ερμηνεία
ρήμα διεξάγω

✦ φέρω σε πέρας, κατευθύνω και τελειώνω μια ενέργεια: θα διεξαχθούν αγώνες
✦ (μέσ.) διεξάγομαι, τελούμαι, γίνομαι: διεξάγονται διαπραγματεύσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


One Reply to “διεξάγω”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.