διαφωνώ
Προφορά
Ετυμολογία
διαφωνώ αρχαία ελληνική διαφωνέω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ διαφωνώ -είς, -εί
✦ δε συμφωνώ, έχω διαφορετική γνώμη: διαφωνούσανε συνεχώς και σε ζητήματα αρχών και, συχνότερα, σε ζητήματα εντελώς πρακτικά (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
αντιτίθεμαι, διχογνωμώ
Αντίθετα
συμφωνώ, ομοφωνώ
Επιρρήματα
–