διαφημίζω


διαφημίζω
Προφορά

Ετυμολογία
διαφημίζω μεταγενέστερη ελληνική διαφημίζω

Ερμηνεία
ρήμα διαφημίζω

✦ επαινώ δημόσια
✦ (ειδ.) εξαίρω τις ιδιότητες εμπορεύματος ή υπηρεσίας για να παρακινήσω ανθρώπους να το αγοράσουν ή να το χρησιμοποιήσουν: διαφημίζω από την τηλεόραση – το ραδιόφωνο – τις εφημερίδες

Συνώνυμα
ρεκλαμάρω, λανσάρω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.