διαφεύγω
Προφορά
Ετυμολογία
διαφεύγω αρχαία ελληνική διαφεύγω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ διαφεύγω
✦ φεύγω με επιτήδειο τρόπο, ξεφεύγω: οι δράστες διέφυγαν στο εξωτερικό
✦ σώζομαι: διέφυγε τον κίνδυνο
✦ ξεγλιστρώ
✦ περνώ απαρατήρητος: διέφυγε την προσοχή μου
✦ φρ. μου διαφεύγει, δε θυμούμαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–