διαφήμιση


διαφήμιση
Προφορά

Ετυμολογία
διαφήμιση διαφημίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διαφήμιση

✦ κάθε ενέργεια που αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς: διαφημίσεις στην τηλεόραση – στις εφημερίδες
✦ η δημόσια προβολή προσώπου ή πράγματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.