διατηρώ


διατηρώ
Προφορά

Ετυμολογία
διατηρώ αρχαία ελληνική δια-τηρῶ

Ερμηνεία
ρήμα διατηρώ -είς, -εί

✦ κατέχω κάτι
✦ εξακολουθώ να έχω: διατηρώ επιφυλάξεις
✦ διασώζω από τη φθορά: πρέπει να διατηρήσουμε τις παραδόσεις μας
✦ συντηρώ: διατηρώ στη μνήμη μου
✦ παρέχω τα μέσα για συντήρηση
✦ (μέσ.) διατηρούμαι, εξακολουθώ να είμαι σε ορισμένη, ιδ. σε καλή κατάσταση: έχει τα χρονάκια της, ωστόσο διατηρείται
✦ συντηρούμαι, διατρέφομαι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.