διαρρέω


διαρρέω
Προφορά

Ετυμολογία
διαρρέω αρχαία ελληνική διαρρέω

Ερμηνεία
ρήμα διαρρέω

✦ ρέω δια μέσου: ο Πηνειός διαρρέει τη θεσσαλική πεδιάδα
✦ (ειδ.) ρέω μέσα από πόρους ή ανοίγματα
✦ διαφεύγω: διέρρευσαν πληροφορίες ότι…
(μτφ. ) παρέρχομαι: από τότε διέρρευσε πολύ χρόνος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.