διαπράττω


διαπράττω
Προφορά

Ετυμολογία
διαπράττω αρχαία ελληνική δια-πράττω

Ερμηνεία
ρήμα διαπράττω

✦ εκτελώ κάτι κακό: διαπράχθηκαν φοβερά εγκλήματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.