διανομέας
Προφορά
Ετυμολογία
διανομέας μεταγενέστερη ελληνική διανομεύς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η διανομέας
✦ αυτός που μοιράζει κάτι
✦ ταχυδρομικός υπάλληλος, που ενεργεί τη διανομή επιστολών
Συνώνυμα
διανεμητής
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–