διαλύω
Προφορά
Ετυμολογία
διαλύω αρχαία ελληνική διαλύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ διαλύω
✦ χωρίζω σώμα ή σύνολο στα μέρη που το αποτελούν
✦ καταλύω, καταργώ
✦ εξαφανίζω
✦ αποσυνδέω
✦ αποσυνθέτω
✦ διασκορπίζω
✦ εκποιώ
✦ (χημ.) διαχωρίζω τα μόρια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–