διακριτικός
Προφορά
Ετυμολογία
διακριτικός αρχαία ελληνική διακριτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ διακριτικός -ή, -ό
✦ ο ικανός να διακρίνει
✦ ο χαρακτηριστικός
✦ ο διεισδυτικός
✦ ο ευγενικά, με διακριτικότητα φερόμενος
✦ τα διακριτικά ως ουσ., τα χαρακτηριστικά του βαθμού
Συνώνυμα
κόσμιος, ευγενικός
Αντίθετα
αδιάκριτος
Επιρρήματα
διακριτικά (Κ διακριτικώς)