διακεκριμένος


διακεκριμένος
Προφορά

Ετυμολογία
διακεκριμένος μτχ. παθ. πρκμ. διακέκριμαι

Ερμηνεία
διακεκριμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) ξεχωριστός, όχι συνηθισμένος
✦ έξοχος

Συνώνυμα
εκλεκτός, διαπρεπής, εξαίρετος
Αντίθετα

Επιρρήματα
διακεκριμένως

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.