διαιρώ


διαιρώ
Προφορά

Ετυμολογία
διαιρώ αρχαία ελληνική διαιρῶ

Ερμηνεία
ρήμα διαιρώ -είς, -εί

✦ χωρίζω σε μέρη
✦ κάνω διαίρεση
(μτφ. ) προκαλώ διχόνοια: το πολιτειακό θέμα επανειλημμένα είχε διαιρέσει τους Έλληνες
✦ φρ. διαίρει και βασίλευε, τακτική κατά την οποία εξασφαλίζει κάποιος την επικράτησή του σπέρνοντας τη διχόνοια στους υποτελείς, αντιπάλους του κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.