διαθέσιμος


διαθέσιμος
Προφορά

Ετυμολογία
διαθέσιμος διάθεσις

Ερμηνεία
επίθετο┘ διαθέσιμος -η, -ο

✦ που μπορεί να διατεθεί, να χρησιμοποιηθεί κατά βούληση, να αναλωθεί ή να πουληθεί: διαθέσιμος χρόνος – διαθέσιμα προϊόντα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.