διαδίδω


διαδίδω
Προφορά

Ετυμολογία
διαδίδω αρχαία ελληνική διαδίδωμι

Ερμηνεία
ρήμα διαδίδω

✦ μεταβιβάζω από άνθρωπο σε άνθρωπο ή από πράγμα σε πράγμα, επεκτείνω κάτι: η αρρώστια διαδόθηκε πολύ γρήγορα
(μτφ. ) διασπείρω φήμη, κοινολογώ, ανακοινώνω: οι φίλοι του διέδωσαν ότι είναι άρρωστος – διαδίδει ότι θα γίνει υπουργός
✦ (απρόσ.) διαδίδεται, φημολογείται: διαδίδεται ότι θα γίνει ανασχηματισμός της κυβερνήσεως
✦ μτχ. παθ. πρκμ. διαδεδομένος, -η, -ο κ. ως επίθ., που συχνά απαντάται, εξαπλωμένος: διαδεδομένη καλλιέργεια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.