διαίρεση


διαίρεση
Προφορά

Ετυμολογία
διαίρεση αρχαία ελληνική διαίρεσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διαίρεση

✦ χωρισμός σε μέρη
✦ μια από τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής με την οποία γίνεται ο χωρισμός ποσού σε ίσα μέρη
(μτφ. ) διχόνοια: οι διαιρέσεις καταστρέφουν τα έθνη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.