διάσημος


διάσημος
Προφορά

Ετυμολογία
διάσημος αρχαία ελληνική διάσημος

Ερμηνεία
επίθετο┘ διάσημος -η, -ο

✦ ονομαστός, φημισμένος
✦ τα διάσημα ως ουσ., τα διακριτικά σήματα βαθμού, αξιώματος, παρασήμου

Συνώνυμα
επιφανής, ξακουστός, ξακουσμένος
Αντίθετα
αφανής, άσημος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.