διάσειση


διάσειση
Προφορά

Ετυμολογία
διάσειση μεταγενέστερη ελληνική διάσεισις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διάσειση

✦ δυνατό τράνταγμα, ισχυρός κλονισμός |(ιατρ.) διατάραξη των εγκεφαλικών λειτουργιών εξαιτίας χτυπήματος στο κεφάλι: διάσειση του εγκεφάλου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.