διάλογος


διάλογος
Προφορά

Ετυμολογία
διάλογος αρχαία ελληνική διάλογος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο διάλογος

✦ συνομιλία, συζήτηση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα
✦ στην πολιτική ορολογία και πρακτική η λ. χρησιμοποιείται με ειδική σημασία, για να δηλώσει την συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων ανάμεσα σε διάφορες κοινωνικές ομάδες και την προϊσταμένη αρχή, σε εργαζόμενους και την εργοδοσία κτλ.: εθνικός διάλογος για την παιδεία – διάλογος απεργών και υπουργείου
✦ φιλοσοφικό ή λογοτεχνικό έργο, ή τμήμα αυτών, στο οποίο η ανάπτυξη του θέματος γίνεται με στιχομυθία και όχι με αφηγηματικό τρόπο: οι διάλογοι του Πλάτωνα

Συνώνυμα

Αντίθετα
μονόλογος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.