διάλειμμα
Προφορά
Ετυμολογία
διάλειμμα αρχαία ελληνική διάλειμμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το διάλειμμα
✦ προσωρινή διακοπή, παύση
✦ (ειδ.) η λιγόλεπτη διακοπή ανάμεσα σε δύο μαθήματα για αναψυχή των μαθητών
✦ φρ. κατά διαλείμματα, από καιρό σε καιρό
✦ φρ. φωτεινά διαλείμματα, η προσωρινή επάνοδος της λογικής στους φρενοπαθείς· περίοδος νηφαλιότητας και διαύγειας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–