διάβολος


διάβολος
Προφορά

Ετυμολογία
διάβολος αρχαία ελληνική διάβολος (= συκοφάντης)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο διάβολος

✦ το πνεύμα του κακού
(μτφ. ) άνθρωπος μοχθηρός, που μηχανεύεται τα ολέθρια, καταχθόνιος
✦ (κ. με θετική σημ.) άνθρωπος ευφυής, δραστήριος, πνευματώδης: είναι ένας διάβολος!
✦ φρ. διάβολε! κ. τι διάβολο! για να δηλωθεί έκπληξη ή απορία: διάβολε! πάλι δε λειτουργεί το μηχάνημα – τι στο διάβολο γίνεται εδώ; – ομ. σε επιφων. φρ. για εκδήλωση αγανακτήσεως: στο διάβολο! – κατά διαβόλου
✦ φρ. είναι κάλτσα διαβόλου ή έχει το διάβολο μέσα του, με αρνητ. σημ. για πονηρούς ανθρώπους αλλά και με θετική, για ευφυείς και δραστήριους – βρήκε το διάβολό του, βρήκε τον μπελά του – πτωχός διάβολος, άνθρωπος δυστυχής, αναξιοπαθών
✦ (παροιμ. φρ.) ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια, ότι, παρά τις προφυλάξεις, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο ατυχήματος – τα ‘φερε ο διάβολος κι η σκούφια του Μιχάλη, για αναπάντεχες συμπτώσεις

Συνώνυμα
σατανάς, δαίμονας
Αντίθετα
άγγελος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.