δημητριακά


δημητριακά
Προφορά

Ετυμολογία
δημητριακά μεταγενέστερη ελληνική δημητριακά (ενν. σπέρματα), πληθ. └ουδ┘ του επιθέτου δημητριακός

Ερμηνεία
δημητριακά

✦ ουσ. τα σιτηρά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.