δείχνω
Προφορά
Ετυμολογία
δείχνω αρχαία ελληνική δείκνυμι
Ερμηνεία
δείχνω
✦ κ. δείχτω ρ. (έδειξα, δείχτηκα, δειγμένος· Κ δεικνύω) τείνω το δάχτυλο επισημαίνοντας κάτι: του δείξανε την πηγή και τράβηξε κατά κει
✦ (για όργανα) δηλώνω, σημαδεύω χρόνο, βαθμό κτλ.: χτες το θερμόμετρο έδειχνε σαράντα
✦ εκδηλώνω, φανερώνω: έδειξε τη δυσαρέσκειά του
✦ διδάσκω, εξηγώ: να σου δείξω μερικά πράγματα
✦ αποδεικνύω, εμφανίζω, παρουσιάζω: ήθελε να δείξει τα κάλλη της
✦ (αμτβ.) φαίνομαι: θα ‘ναι πενηντάρα, αλλά δείχνει πολύ μικρότερη
✦ (μέσ.) δείχνομαι, επιδεικνύομαι: του αρέσει να δείχνεται
✦ αποδεικνύομαι, φαίνομαι: δείχτηκε αχάριστος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–